- μωράκι
- τομικρό μωρό, νεογέννητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικράκι — το (Μ μικράκιν) [μικρός] 1. πολύ μικρό αντικείμενο 2. μωρό, μωράκι ή νήπιο … Dictionary of Greek
μικρουλάκι — το (Μ μικρουλάκι) [μικρός] (με θωπευτική σημ.) πολύ μικρό παιδάκι, μωράκι … Dictionary of Greek
μικρούλης — α, ι και ικο [μικρός] 1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα») 2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω») 3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα β) μικρό παιδάκι … Dictionary of Greek
μπέμπης — και μπεμπές, ο, θηλ. μπέμπα 1. μικρό παιδί, μωράκι 2. ανόητος και κακομαθημένος νέος («ώρες ώρες κάνει σαν μπέμπης κι ας είναι τριάντα χρονών»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπέμπης < αγγλ. baby, ενώ ο τ. μπεμπές < γαλλ. bebe] … Dictionary of Greek
μωρούδι — το μωράκι, μικρό βρέφος … Dictionary of Greek
μωρούλι — το 1. μωράκι, μικρό βρέφος 2. θωπευτική προσφώνηση … Dictionary of Greek
μωρούλικον — μωρούλικον, τὸ (Μ) μικρό μωρό, μωράκι, βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόν + υποκορ. κατάλ. ούλικον, ουδ. τού ούλικος (πρβλ. ομορφ ούλικο, πονηρ ούλικο)] … Dictionary of Greek
νηνίτσιν — και νινίτσιν, τὸ (Μ) (χαϊδευτικά) μωράκι, μωρουδάκι, νινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηνί / νινί + υποκορ. κατάλ. ίτσιν] … Dictionary of Greek
γλυκούτσικος — η, ο επίρρ. α 1. ο υπόγλυκος, αυτός που έχει σχετικά γλυκιά γεύση: Ο καφές είναι γλυκούτσικος. 2. μτφ., ο συμπαθητικός, ο σχετικά ήπιος, ο πράος: Τι γλυκούτσικο μωράκι! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)